φιλαύτως

φιλαύτως
Α
επίρρ. βλ. φίλαυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλαύτως — φίλαυτος loving oneself adverbial φίλαυτος loving oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”